- πρόσβαλε
- προσβάλλωstrikeaor imperat act 2nd sgπροσβάλλωstrikeaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσβαλ' — πρόσβαλε , προσβάλλω strike aor imperat act 2nd sg πρόσβᾱλαι , προσβάλλω strike aor imperat mid 2nd sg (doric) πρόσβαλε , προσβάλλω strike aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλλω — πρόσβαλα και προσέβαλα, προσβλήθηκα, προσβλημένος 1. κάνω επίθεση ενάντια σε κάποιον: Προσβάλλω τον εχθρό. – Προσβάλλω το φρούριο. 2. πιάνω, βλάπτω, βρίσκω: Τον πρόσβαλε η γρίπη. 3. θίγω κάποιον, φέρομαι υβριστικά σε κάποιον, μειώνω, εξευτελίζω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάμουτρα — επίρρ. 1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα») 2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τόν πρόσβαλε κατάμουτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα] … Dictionary of Greek
Σίντνεϊ, σερ Φίλιπ — (Sidney). Άγγλος ποιητής και πολιτικός (Πένσχερστ, Κεντ 1554 Άρνχεμ, Ολλανδία 1586). Σπούδασε στην Οξφόρδη και ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη. Πέθανε στην Ολλανδία από τραύμα που δέχτηκε στον πόλεμο εναντίον των Ισπανών. Σε μια περίοδο που είχε… … Dictionary of Greek